- ανακατώνω
- Ι. ενεργ.1. αναδεύω, ανακινώ, αναταράζω2. αναμιγνύω δύο ή περισσότερα πράγματα μεταξύ τους3. μεταβάλλω τη φυσική και κανονική θέση τών πραγμάτων, επιφέρω αταξία, σύγχυση, ακαταστασία4. προκαλώ τάση για εμετό5. συγχέω, μπερδεύω6. συγχύζω, εξοργίζω, στενοχωρώ7. εμπλέκω κάποιον σε ξένη υπόθεση8. δημιουργώ σκάνδαλα και διχόνοιες, διαβάλλω, ραδιουργώΙΙ. μέσ.1. συναναστρέφομαι, σχετίζομαι όχι για καλό2. ασχολούμαι, επιδίδομαι3. συμμετέχω, επεμβαίνω σε ξένη υπόθεση4. αισθάνομαι τάση για εμετό5. (η μτχ. στη φρ.) «ανακατωμένος ο ερχόμενος» (παρωδία τού ευαγγελικού «ευλογημένος ο ερχόμενος»)χρησιμοποιείται για να δηλώσει συγκεχυμένα πράγματα και λόγια ή ταραχή και αναστάτωση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανάκατος.ΠΑΡ. ανακάτωμα, ανακατωμός, ανακάτωση, ανακατωσιά, ανακάτωτος, ανακατωτός].
Dictionary of Greek. 2013.